θηρ(ο)-

θηρ(ο)-
(ΑΜ θηρ[ο]-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία.
ΣΥΝΘ. θηρόθυμος
αρχ.
θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος, θηρόβρωτος, θηρόδηκτος, θηροδιδασκαλία, θηροειδής, θηροζυγοκαμψιμέτωπος, θηροθήρας, θηροκόμος, θηροκτόνος, θηροκτονώ, θηρολέτης, θηρόλετος, θηρολετώ, θηρομαχία, θηρομαχώ, θηρομιγής, θηρόμικτος, θηρομορφία, θηρονόμος, θηρόπεπλος, θηρόπλαστος, θηροσκόπος, θηροτόκος, θηρότροφος, θηροτρόφος, θηροτροφώ, θηρότυπος, θηροφανής, θηροφονεύς, θηροφόνος, θηροφονώ, θυροφυλάκιον, θηροφυλακιπολιτικός, θηροφύλαξ, θηρόχλαινος, θηρόψυχος
αρχ.-μσν.
θηροφανία
μσν.
θηραγρευτής, θηρόβατος, θηριοδιώκτης, θηριοδίωξ, θηροκομώ, θηροκράτωρ, θηροκτονία, θηρολετήρ, θηροπλαστώ, θηροφόντης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • θήρ — beast of prey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆρ' — θῆρα , θήρ beast of prey masc acc sg θῆρε , θήρ beast of prey masc nom/voc/acc dual θῆραι , θήρα from Thera fem nom/voc pl θῆρε , θηρίον wild animal masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θῆρ' — Θῆραι , Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θῆραι , Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θῆρα , Θήρης masc voc sg Θῆρα , Θήρης masc nom sg (epic) Θῆραι , Θήρης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροῖν — θήρ beast of prey masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρσί — θήρ beast of prey masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρσίν — θήρ beast of prey masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρί — θήρ beast of prey masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρῶν — θήρ beast of prey masc gen pl θήρα from Thera fem gen pl θηράω hunt pres part act masc voc sg θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρός — θήρ beast of prey masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”